τεστ

τεστ
το, Ν
άκλ. (ξεν.)
1. είδος επιστημονικής δοκιμασίας για την εξακρίβωση τής πνευματικής ή και σωματικής ικανότητας ενός ατόμου
2. (γενικά) έλεγχος για επαλήθευση
3. πρόχειρο διαγώνισμα
4. (ψυχολ.) τυποποιημένη μέθοδος με την οποία εκμαιεύεται ένα αποκαλυπτικό ή αντιπροσωπευτικό δείγμα ορισμένου τύπου συμπεριφοράς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. test < αρχ. γαλλ. test «πήλινη χύτρα αλχημιστών» < λατ. testum «κλίβανος, κεραμεικό αγγείο»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τεστ ψυχολογικά — Ειδικές ψυχοδιαγνωστικές μέθοδοι, δηλαδή ιδιαίτεροι τύποι ψυχολογικής εξέτασης, που εφαρμόζονται στον άνθρωπο και κατ’ εξαίρεση και σε ζώα. Η αρχή στην οποία βασίζονται τα ψυχολογικά τεστ είναι πολύ απλή. Ο εξεταστής υποβάλλει έναν ή… …   Dictionary of Greek

  • τεστ — το άκλ. (λ. αγγλ.), είδος δοκιμασίας για την εξακρίβωση των ικανοτήτων ή τη διερεύνηση της προσωπικότητας ενός ατόμου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραγοντική ανάλυση — Ο όρος χρησιμοποιείται στη στατιστική και χαρακτηρίζει τις στατιστικές και πιθανοθεωρητικές μεθόδους για την εκτίμηση των αποτελεσμάτων που επιφέρουν ένας ή περισσότεροι παράγοντες σε ένα πείραμα. Μια τέτοια περίπτωση είναι, για παράδειγμα,… …   Dictionary of Greek

  • μέτρηση — (Ιατρ.). Ποσοτική ανίχνευση διαφόρων μεγεθών στον ανθρώπινο οργανισμό. Ενδεικτικά αναφέρονται οι εξής: 1)μ. της αγωγιμότητας των νεύρων. Πρόκειται για μέθοδο μ. της ταχύτητας, με την οποία μεταδίδονται οι ηλεκτρικές ώσεις κατά μήκος ενός νεύρου.… …   Dictionary of Greek

  • κοινωνιομετρία — Μέθοδος που χρησιμοποιεί ποσοτικές μετρήσεις για τη μελέτη των σχέσεων μεταξύ των μελών μιας κοινωνικής ομάδας ή των επιμέρους συστατικών της στοιχείων. Τέτοιες μετρήσεις αναφέρονται σε περισσότερο ή λιγότερο αντικειμενικά δεδομένα (για… …   Dictionary of Greek

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • Κατέλ, Τζέιμς Mακ Κιν — (James McΚeen Cattell, Ίστον, Πενσιλβάνια 1860 – Λάνκαστερ, Πενσιλβάνια 1944). Αμερικανός ψυχολόγος. Σπούδασε τρία χρόνια στη Λειψία, κοντά στον Βουντ, του οποίου υπήρξε βοηθός. Επιστρέφοντας στην Αμερική δίδαξε στο πανεπιστήμιο της Πενσιλβάνια… …   Dictionary of Greek

  • παιδικό σχέδιο — I Σήμερα θεωρείται ότι το σ. είναι η αυθόρμητη εκδήλωση της φυσικής ανάγκης του παιδιού να εξωτερικεύει, με γραφικές εικόνες, την εσωτερική του ζωή. Είναι λοιπόν το σ. μια γλώσσα και συγχρόνως ένα ασύγκριτο γνωστικό μέσον της σχέσης του παιδιού… …   Dictionary of Greek

  • Τέρμαν, Λιούς Μάντισον — (Terman, Τζόνσον Κάντρι, Ιντιάνα 1877 – Πάλο Άλτο, Καλιφόρνια 1956). Αμερικανός ψυχολόγος. Καθηγητής της ψυχολογίας και της παιδαγωγικής στο πανεπιστήμιο Στάνφορντ, δημιούργησε ένα από τα σημαντικότερα και δυσκολότερα τεστ νοητικής ικανότητας: τη …   Dictionary of Greek

  • κατάληψη — Μία από τις διαδοχικές φάσεις αυξανόμενης σαφήνειας, στις οποίες διακρίνουν οι κλασικοί φιλόσοφοι και ψυχολόγοι τη διαδικασία της γνώσης. Οι άλλες δύο είναι η αίσθηση και η αντίληψη. Ο Λάιμπνιτς, δημιουργός του όρου κ., ο Καντ, ο Χέρμπαρτ, ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”